κερατίτιδα

κερατίτιδα
I
(Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και πλατύ –από πάνω προς τα κάτω– κεφάλι. Τα μάτια της προεξέχουν από το κεφάλι, ο θώρακάς της είναι διογκωμένος, επιμήκης και ωοειδής, ενώ η κοιλιά της, τριγωνική και διογκωμένη στα πλάγια, καταλήγει σε μια αιχμηρή άκρη. Τα πόδια της είναι μακριά και ακανθωτά και τα φτερά της μεγάλα, με πολλές και διαφανείς νευρώσεις. Το χρώμα της είναι μαύρο-μπλε, όμως στο κεφάλι της εμφανίζει κηλίδες διαφόρων χρωματισμών. Η κ. ζει σε πολλά μέρη της Ευρώπης καθώς και στην Ελλάδα.
II
(Ιατρ.). Φλεγμονή του κερατοειδούς χιτώνα του ματιού. Προκαλείται από εξωτερικούς, κυρίως λοιμώδεις παράγοντες (εξωγενής κ.) ή από συστηματικές ασθένειες (ενδογενής κ.). Μπορεί επίσης να προκληθεί από μηχανικούς, θερμικούς ή χημικούς τραυματισμούς, από ακτινοβολίες και από ορισμένους τύπους αβιταμίνωσης. Τα συμπτώματα της κ. είναι φωτοφοβία, ροή δακρύων, πόνος και κοκκίνισμα του ματιού. Επίσης παρουσιάζεται οίδημα του κερατοειδούς και απώλεια της διαφάνειάς του, ενώ μερικές φορές εμφανίζονται νέα αγγεία ως αντίδραση στη φλεγμονή. Η πορεία και η διάρκεια της κ. εξαρτάται από την αιτία της φλεγμονής. Συνέπεια της κ. είναι συχνά η εμφάνιση καταρράκτη, που μπορεί να επιφέρει και μείωση της όρασης, ειδικά αν εντοπίζεται στο κέντρο του κερατοειδούς και απέναντι από την κόρη. Υπάρχει διαφορά μεταξύ εξωγενούς και ενδογενούς κ. Οι πιο συχνές εξωγενείς κ. είναι οι καταρροϊκές (που εμφανίζονται έπειτα από λοιμώδη επιπεφυκίτιδα), η ερπητική κ. (συνέπεια της προσβολής του οφθαλμού από τον ιό του απλού έρπητα), το έλκος του κερατοειδούς (που εμφανίζεται ύστερα από τραυματισμό του κερατοειδούς λόγω εισόδου μικρών ξένων σωμάτων ή αμυχών) και η κ. που συνοδεύει γονοκοκκική ουρηθρίτιδα ή βλεννόρροια, διφθερίτιδα ή τράχωμα. Η πιο συχνή ενδογενής κ. είναι η φλυκταινώδης κ. (ως αλλεργική εκδήλωση, στα παιδιά και στους εφήβους). Η πιο τυπική μορφή της ενδογενούς κ. είναι η παρεγχυματώδης κ., που παρατηρείται σε παιδιά και εφήβους και χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη διήθηση του κερατοειδούς με την ανάπτυξη αγγείων. Η όραση, που παραβλάπτεται σοβαρά, μπορεί να αποκατασταθεί μερικά ή και ολοκληρωτικά με την απορρόφηση των διηθήσεων. Η θεραπεία της κ. πρέπει να κατευθύνεται προς την απομάκρυνση της αιτίας της ασθένειας. Στην περίπτωση κ. με καταρράκτη απαιτείται χειρουργική επέμβαση.
* * *
η
βλ. κερατοειδίτιδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κερατίτιδα — κερατίτιδα, η και κερατοειδίτιδα, η η φλεγμονή του κερατοειδούς χιτώνα του ματιού: Έχει κερατίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κερατοειδίτιδα — και κερατίτιδα, η (Α κερατῑτις, ιδος) νεοελλ. ιατρ. φλεγμονή τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού αρχ. αυτή που έχει κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + κατάλ. ῖτις, θηλ. τής ίτης. Ως επιστημον. όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. keratitis] …   Dictionary of Greek

  • κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”